Ουδέν γλύκιον πατρίδος. Nothing is sweeter than home.

Ένα συμπόσιο. A symposium

 

Η Λία Λαπίθη μας καλεί σ’ένα παραδοσιακό ελληνικό τραπέζι. Τα έργα που παρουσιάζονται εδώ αποτελούν μία εικαστική ενότητα. Μέσα από κοινές αναφορές, το ένα εργό παραπέμπει στο άλλο, δημιουργώντας ένα χαλαρό αφηγηματικό ιστό και προτρέποντας το θεατή να  χτίσει τη δική του προσωπική νοηματική πορεία μέσα από εικόνες, γεύσεις και μυρωδιές. Πρόκειται ουσιαστικά για μια σύγχρονη, θεατρικού τύπου σκηνοθεσία, που χρησιμοποιεί μια μεγάλη ποικιλία εικαστικών μέσων : από εγκαταστάσεις και video (single channel και triple projections) έως γλυκό του κουταλιού, ελιόψωμο και σοκολάτα. Η καλλιτέχνης στήνει ένα σκηνικό σπιτικής φιλοξενίας μέσα στο οποίο ο θεατής, επίσημος προσκεκλημένος της Λαπίθη, καλείται να θυμηθεί, να προβληματιστεί αλλά και να ταξιδέψει με όχημα παραδοσιακές γεύσεις και μυρωδιές εγγεγραμμένες στο συλλογικό υποσυνείδητο.

 

Ένα στρωμένο τραπέζι εν αναμονή των συνδαιτημόνων δεσπόζει στο χώρο  και λειτουργεί ως συνεκτικός κρίκος της έκθεσης και σημείο αναφοράς όλων των έργων. Είναι το φυσικών διαστάσεων σκηνικό μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα το εικαστικό συμπόσιο. Το σερβίτσιο μας προιδεάζει ότι το κυρίως πιάτο του μενού της Λαπίθη είναι η σύγχρονη πολιτική ιστορία. Στην επιφάνεια κάθε πιάτου είναι ζωγραφισμένη και μια βουνοκορφή του Πενταδάκτυλου που συνοδεύεται από το « δεν ξεχνώ », μια φράση που λειτουργεί ως σύμβολο, συμπύκνωση της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας. Πέρα από την εικαστική πλευρά του έργου, η ζωγραφική αποτύπωση των βουνοκορφών, η προσθήκη της ελληνικής ονομασίας και η αναγραφή του υψόμετρου της καθεμίας, διατηρούν κι ένα χαρακτήρα καταγραφής και αποδελτίωσης. Κάθε πιάτο είναι μια γραπτή μαρτυρία που λειτουργεί ως φορέας της ιστορικής μνήμης, ενσαρκώνοντας το « δεν ξεχνώ ».

 

Το μενού που προτείνει η καλλιτέχνης περιλαμβάνει παραδοσιακά ελληνικά εδέσματα. Δίπλα στο στρωμένο τραπέζι ξεδίπλωνεται η τετραλογία των βίντεο με θέμα τις συνταγές. Τέσσερα βίντεο διαφορετικής εικαστικής γραφής όπου η καλλιτέχνης πλέκει μια ιστορία με σημείο εκκίνησης τρεις παραδοσιακές συνταγές μαγειρικής.

 

Στο Ελιόψωμο, με ύφος ρεαλιστικής αφήγησης και χαρακτήρα ντοκυμανταίρ, η καλλιτέχνης καταγράφει μια απλή σκηνή σ΄ένα σπίτι. Μία γυναίκα φτιάχνει ελιόψωμο στην κουζίνα ενώ μια παρέα ανδρών κουβεντιάζει στο σαλόνι. Η κάμερα καταγράφει όλα τα στάδια της διαδικασίας παρασκευής του ελιόψωμου και μέσα από εναλλασσόμενα gros plans αποδίδει με λεπτομέρεια και ρεαλισμό την υλική διάσταση της τροφής : τη χαρακτηριστική κολλώδη υφή του ζυμαριού, τη σάρκα της ελιάς, την υπερχείλιση της ζύμης από την ποσότητα των υλικών.

Η συζήτηση των ανδρών στο σαλόνι λειτουργεί ως ακουστικό φόντο της παρασκευής του ελιόψωμου. Κατά τη διάρκεια μιας χαλαρής κουβέντας μεταξύ φίλων ανακατεύονται με γλυκό τρόπο οι ιστορίες από τα παλιά με τις σύγχρονες ιατρικές ανακαλύψεις και το περιουσιακό ζήτημα με αγαπημένες διατροφικές συνήθειες,  κι όλα αυτά ζυμώνονται μαζί, όπως η ελιά, ο μαιντανός και το κρεμμύδι και γίνονται ένα. Γιατί η συλλογική μνήμη προέρχεται από τη ζύμωση πολλών διαφορετικών ατομικών ιστοριών δημιουργώντας ένα πλέγμα.

Η επιλογή της συνταγής δεν είναι καθόλου τυχαία. Το ελιόψωμο, παραδοσιακό ελληνικό έδεσμα, δεν είναι παρά « ψωμί κι ελιά », τα δύο βασικά συστατικά της ελληνικής διατροφής και ταυτόχρονα η ελάχιστη τροφή σε καιρό πολέμου και μεγάλης φτώχειας.

 

Η ελιά αποτελεί το βασικό συστατικό και στο επόμενο πιάτο που μας προτείνει η Λαπίθη. Στο βίντεο Ελιές Τσακιστές παρακολουθούμε την εκτέλεση της ομώνυμης συνταγής από την καλλιτέχνιδα. Το βίντεο έχει εκ πρώτης όψεως τη δομή μιας τυπικής επίδειξης μιας σχετικά απλής μαγειρικής παρασκευής : ξεκινάει με τη λίστα των υλικών και τα επόμενα πλάνα δείχνουν τα στάδια της παρασκευής της ελιάς. Το στοιχείο εκείνο που προσθέτει πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης στο έργο είναι το κείμενο που πλαισιώνει την εικόνα.

Οι τίτλοι της εφημερίδας πάνω στην οποία φτιάχνονται οι ελιές, « Η Ευρωβουλή εξαφάνισε το κυπριακό » και « το κυπριακό δεν ειναι προτεραιότητα » αποτελούν το εικαστικό, αλλα και ιδεολογικό, φόντο της βίαιης σύνθλιψης της ελιάς ανάμεσα σε δύο πέτρες. Τα δύο επόμενα στάδια της συνταγής, το ξαλμύρισμα και το μαρινάρισμα, λαμβάνουν αυτόματα μεταφορικές  προεκτάσεις. Η κατακλείδα του βίντεο, « Ειρωνικό παράδοξο : H Κύπρος χωρίστηκε το 1974, το αλάτι αφαίρεσε την πικρία, και έκτοτε σιγοψήνεται », σε συνδυασμό με την κυπριακή σημαία που καλύπτει το βάζο, έρχεται απλώς να μας επιβεβαιώσει ότι η συνταγή δεν είναι παρά μια αλληγορία της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης στην Κύπρο.

 

Μετά το αλμυρό, σειρά έχει το γλυκό ή για την ακρίβεια το γλυκόπικρο. Το βίντεο Divide and Consume μας μεταφέρει στον πορτοκαλεώνα που βρίσκεται στη Στροβίλια της Αμμοχώστου και αποτελεί τμήμα των βρετανικών βάσεων. Τα πορτοκάλια που παράγονται εκεί αποτελούν τα συστατικά για τη δημιουργία του αντίστοιχου γλυκού. Ο θεατής παρακολουθεί εικόνες από τη συγκομιδή και στη συνέχεια από την παρασκευή του γλυκού.

Ηδη από το πρώτο πλάνο, που επικεντρώνεται στην τρίγλωσση ταμπέλα των βρετανικών βάσεων, η καλλιτέχνης μας καθιστά σαφές ότι δεν πρόκειται για μια απλή παρουσίαση συνταγής. Ο τίτλος divide and consume, εύστοχη παραλλαγή του βρετανικού δόγματος divide and rule, σε συνδυασμό με το ηχητικό φόντο του βίντεο, ενισχύει το διάχυτο british touch με αρκετές δόσεις ειρωνείας και αυτοσαρκασμού. Καθ΄όλη τη διάρκεια του βίντεο ακούμε την πιο διάσημη βρετανίδα νταντά, τη Mary Poppins, να τραγουδά  A spoonfull of sugar helps the medicine go down, προτρέποντάς μας, με άλλα λόγια, να « χρυσώσουμε το χάπι ». Η παρότρυνση της χαρωπής Mary Poppins αποδίδεται εικαστικά με τη χρωματική αλλοίωση της εικόνας: η μόνη πινελιά χρώματος στην κατα τ’άλλα ασπρόμαυρη εικόνα είναι το βαθύ πορτοκαλί χρώμα του καρπού και μετέπειτα του γλυκού.

Το γλυκό πορτοκάλι, με τη χαρακτηριστική όξυνη αίσθηση που μας αφήνει, χρυσώνει το χάπι της κατοχής ενός μεγάλου μέρους του νησιού,  από εκείνους οι οποίοι το διαίρεσαν και στο οποίο βασίλευσαν.

 

Η ζάχαρη εξακολουθεί να χρυσώνει το χάπι και στο επόμενο βίντεο. Μετά το γλυκό πορτοκάλι, η καλλιτέχνης μας σερβίρει Γλυκό Ελιάς. Υπό τους ήχους του « Disillusion » των Abba,  η Λαπίθη μας προτείνει μια συνταγή που περιέχει ένα κρυφό καρύκευμα το οποίο δεν μας αποκαλύπτει. Το γλυκό αποκτά μαγικές ιδιότητες καθώς μαλακώνει τους ανθρώπους και τους κάνει να αποδέχονται ευκολότερα τα πράγματα. Η ζάχαρη προστίθεται αφειδώς στην κατσαρόλα δημιουργώντας ένα πλούσιο σιρόπι που καλύπτει τις ελιές αποδίδοντας με ρεαλιστικό τρόπο την έννοια του « sugar coated ».

Ανάμεσα στις φράσεις που περιγράφουν την εκτέλεση της συνταγής, η Λαπίθη ανακατεύει γνωμικά, συμβουλές αλλά και παρατηρήσεις ενώ η αφήγηση αρχίζει μ’ένα παραμύθι. Ο χαλαρός και ελεύθερος νοηματικός ιστός που συνοδεύει τα πλάνα της παρασκευής του γλυκού δίνει την αίσθηση της καταγραφής των ελεύθερων συνειρμών μιας γυναίκας την ώρα που μαγειρεύει, δημιουργώντας μια οικεία ατμόσφαιρα.

 

Το επιδόρπιο περιέχει σοκολάτα. Η Λαπίθη μας προτείνει ένα γλυπτό των 19 βουνοκορφών του Πενταδάκτυλου από λευκή σοκολάτα, που παρασκεύασε σε συνεργασία με το ζαχαροπλάστη Περικλή Ρουσουνίδη. Πρόκειται για ένα διαδραστικό έργο, καθώς ο θεατής καλείται να κόψει ένα κομμάτι από το έργο τέχνης, μια πράξη που αντιβαίνει όλους τους κανόνες τυπικής συμπεριφοράς επισκέπτη σε μουσείο και όχι μόνο, και να το φάει. Η καλλιτέχνης δημιουργεί την πρωταρχική μορφή του έργου και εν συνεχεία οι θεατές αφήνουν το προσωπικό τους ίχνος ανάλογα με τον τρόπο που κόβουν κομμάτια από την βουνοκορφή, συμμετέχοντας ενεργά στη διαρκώς μεταβαλλόμενη φόρμα του γλυπτού.

Στα πλαίσια μίας έκθεσης που αρθρώνεται γύρω από το θέμα της γεύσης, η παρότρυνση προς το θεατή να φάει ένα κομμάτι του έργου έρχεται πολύ φυσικά. Παράλληλα, σε συμβολικό επίπεδο, « τρώω » σημαίνει κάνω κάτι δικό μου μ΄έναν αρχέγονο τρόπο, το οικειοποιούμαι. Οι θεατές καλούνται να γευτούν τον Πενταδάκτυλο, να ενστερνιστούν κυριολεκτικά το ομοίωμά του, και παράλληλα να αφεθούν ελεύθεροι να ταξιδέψουν μέσα από τις προσωπικές τους μνήμες, στις θρυλικές 19 βουνοκορφές.

 

Καθώς ο θεατής τρώει ένα κομμάτι σοκολατένιας βουνοκορφής, μπορεί να ακουμπήσει το βλέμμα του σε μια άλλη απεικόνιση του Πενταδάκτυλου, πιο ρεαλιστική αυτή τη φορά. Πρόκειται για ένα φωτογραφικό πανόραμα (προιόν φωτομοντάζ) 20 μέτρων που συνθέτει τις 19 βουνοκορφές και τις απλώνει στον τοίχο. Με τον τρόπο αυτό, οι συνδαιτημόνες του δείπνου που είναι καθισμένοι στο τραπέζι έχουν θέα στον Πενταδάκτυλο.

 

Πρόκειται για το τρίτο στοιχείο της εικαστικής σύνθεσης με θέμα τον Πενταδάκτυλο. Με τα ζωγραφισμένα πιάτα, τη σοκολατένια μακέτα και το φωτογραφικό πανόραμα, η Λαπίθη μας προσφέρει τρεις παραλλαγές σ΄ένα θέμα κάνοντας χρήση διαφορετικών εικαστικών μέσων. Η ζωγραφική, κατεξοχήν παραδοσιακό εικαστικό μέσο, η φωτογραφία και δη το φωτομοντάζ, ένα σύγχρονο τεχνολογικό εργαλείο έκφρασης, αλλά και η σοκολατένια μακέτα, ένα πρωτότυπο και ευφάνταστο υλικό δημιουργίας, αποτελούν τα εκφραστικά μέσα μιας εικαστικής ενότητας που λειτουργεί ως παράδειγμα της πολυμορφίας της σύγχρονης τέχνης, μιας τέχνης που παντρεύει παραδοσιακούς τρόπους εικαστικής έκφρασης με νεότερα μέσα, δημιουργώντας νέες φόρμες.

 

Κανένα γνήσιο ελληνικό τραπέζι δεν τελειώνει χωρίς χορό. Σε ένα τρίπτυχο βίντεο παρακολουθούμε από διαφορετικές οπτικές γωνίες έναν άνδρα και μία γυναίκα να χορεύουν ακούγοντας ρεμπέτικα. Το ρεμπέτικο είναι το είδος μουσικής που γεννιέται στη Σμύρνη του 19ου αιώνα και ακολουθεί τις διαδρομές του ελληνισμού, την προσφυγιά και αργότερα τη μετανάστευση, κουβαλώντας « τον καημό της Ρωμιοσύνης» και τον πόνο για τα δεινά της ζωής συμβολίζοντας παράλληλα τη λεβεντιά και το κέφι. Στο έργο της Λαπίθη παρακολουθούμε τους χορευτές να σπάνε πιάτα. Το σπάσιμο των πιάτων, ένα έθιμο που κρατά από την αρχαιότητα και ξορκίζει το κακό, έχει συνδεθεί με το παραδοσιακό ελληνικό γλέντι.

Στο συγκεκριμένο έργο όμως, τα πιάτα που σπάνε είναι πολύ ιδιαίτερα. Πρόκειται για το σερβίτσιο που βρίσκουμε στρωμένο πάνω στο τραπέζι του πρώτου έργου. Η φράση « δεν ξεχνώ », σύμβολο της ιστορικής μνήμης, γίνεται βίωμα, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης κυπριακής κουλτούρας και εντάσσεται με φυσικό τρόπο σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής καθώς η κοινωνία έχει μάθει να ζει μ΄αυτό το φορτίο.

Η Λαπίθη στα βίντεό της επενδύει διακριτικά σκηνές της καθημερινής μας ζωής με στοιχεία που οδηγούν το θεατή να ανακαλύψει διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης ιστορικοπολιτικού χαρακτήρα.  Στο έργο αυτό, η κατα τ΄άλλα οικεία και τυπική σκηνή του σπασίματος των πιάτων, γίνεται εφαλτήριο προβληματισμού για την διαχείριση της ιστορικής μνήμης και την ενσωμάτωσή της στη σύγχρονη πραγματικότητα.

 

Η Λαπίθη μας προσφέρει μια ανάγνωση της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας, μια ενιαία, εν τέλει, αφήγηση, έχοντας ως αφετηρία τη γεύση και όλες τις προεκτάσεις που έχει το φαγητό στην προσωπική αλλά και στην ευρύτερη ιστορία και παράδοση ενός τόπου, θέτοντας με ώριμα εικαστικά μέσα καίρια ερωτήματα και ενεργοποιώντας όλες τις αισθήσεις του θεατή : όραση, ακοή αλλά και γεύση και όσφρηση, ανασύροντας μνήμες, εικόνες, βιώματα.

 

Υπό μίαν έννοια, όλη η έκθεση συμπυκνώνεται γύρω από τη φράση « δεν ξεχνώ ». Γιατί το « δεν ξεχνώ » σημαίνει εξακολουθώ να θυμάμαι, αφήνω τις πληγές μου ανοιχτές. Και κυρίως, επιθυμώ να επιστρέψω, προσδοκώ το νόστιμον ήμαρ, την επιστροφή στη γενέθλια γη. Με τη μουσική υπόκρουση του ρεμπέτικου, του τραγουδιού των μεταναστών και των εκπατρισμένων, όλες οι γεύσεις φωνάζουν ουδέν γλύκιον πατρίδος κουβαλώντας το βάρος της προσωπικής και κατ’επέκταση, της συλλογικής μνήμης.

 

 

 

Χριστίνα Βατσέλλα, Ιστορικος Τέχνης

 

 

 

 

Nothing is sweeter than home. A symposium.

 

Lia Lapithi invites us to a traditional Greek feast. The work presented here constitutes a visual unity. Through common references, one work leads to another, creating a flexible narrative web, which encourages the viewer to construct his/her own personal conceptual route via images, tastes and fragrances. Essentially, this is a contemporary theatrical direction, utilizing a varietyof visual means: from installations and videos (single channel and triple projections) to traditional sweet preserves, olive bread and chocolate.  The artist sets up a landscape of home hospitality in which the viewer, as a guest of honor, is invited to remember, to question but ultimately also to journey through the vehicle of traditional tastes and aromas ingrained in the collective consciousness.

 

A table set in anticipation of the diners dominates the space, functioning as the connective link between the various parts of the exhibition and a central point of reference for all the works. It is a setting of natural proportions, within which takes place the visual symposium. The dinnerware set predisposes us to the notion that Lapithis’ main menu is modern political history. Each of the plates is painted with a mountain peak of Pentadaktylos, accompanied by the slogan “I don’t forget”, a phrase, which has become a symbol, condensing contemporary Cyprus history. Beyond the visual aspect of the work, the painted mountain peaks, the addition of the Greek toponyms and the inscription of altitude, bestow the appearance of a register and indexing. Each plate is a written testimony acting as a vehicle for historical memory, embodying the slogan “I don’t forget”.

 

The menu the artist proposes includes traditional Greek dishes. Next to the set table plays a four-volume video with recipes. Four videos, each with a different visual vocabulary, in which the artist weaves a story using four traditional Greek recipes as a starting point.  In Olive bread, styled as a documentary with realistic narrative, the artist records a simple scene in a home. A woman is baking olive bread in the kitchen while a group of men talk in the living room. The camera records all the stages of making the olive bread and via alternating close shots portrays with realism and much detail the material aspect of food: the characteristic gluey texture of dough, the flesh of the olives, the rising of the bread and the quantities of the ingredients. The men’s talk in the living room forms the acoustic background to the making of the olive bread. In the casual talk amongst men, stories of old are gently mixed with modern medical discoveries, the territorial issue and favorite eating habits, all kneaded together, just like the olives, the parsley and the onion, into one. For, collective memory comes from the kneading together of many individual stories and histories that create one grid.

 

The choice of recipe is not accidental. Olive bread, a traditional Greek dish, is nothing but “bread and olive”, the two main ingredients of Greek diet and the most basic of food in times of war and great poverty. The olive is the main ingredient of the second dish Lapithi offers to us. On the video Recipe for marinated crushed olives, we watch the making of this dish by the artist herself. On first viewing, the video is structured as a typical demonstration of the preparation of a relatively simple dish: it begins with the list of ingredients and the next shots show the stages of preparation of the olives. What gives the video multiple levels of reading is the text, which accompanies the image. The headlines of the newspapers on which the olives are prepared, “The European Parliament eliminated the Cyprus problem” and “The Cyprus problem is not a priority”, constitute both the visual and ideological background of the violent crushing of the olive between two rocks. The next two stages in the preparation, the soaking in water to remove the bitterness and the brining, automatically assume metaphorical meanings. The culmination of the video, “Ironic paradox: Cyprus divided in 1974, salt removed the bitterness, marinating ever since”, in combination with the Cypriot flag that covers the jar, is simply there to confirm that the recipe is but an allegory of the sociopolitical situation in Cyprus.

 

After the salty, comes the sweet or bittersweet taste, to be precise. Divide and Consume transports us to an orange grove in Strovilia village in Famagusta district, territory of the British Bases. The oranges grown in this particular orchard are the main ingredients for this sweet preserve.  The viewer watches images from the picking of the oranges to the making of the sweet.  Right from the start, in the opening scene which zooms in on the trilingual road sign of the British bases, the artist makes it clear that this is not just about a recipe. The title of the video itself, cleverly paraphrasing the British dogma of divide and rule, combined with the soundtrack, reinforces the diffuse British touch with a fair dose of irony and self-sarcasm. From beginning to end, we hear the most famous of British nannies, Mary Poppins, singing A spoonful of sugar helps the medicine go down, encouraging us, in other words to “sweeten the pill”. Cheery Mary Poppins’ encouragement is visually rendered via the discoloration of the image: the only stroke of color in the black & white image is the deep orange color of the fruit and later of the sweet itself. Orange preserve, with its distinct acidic flavor, sweetens the pill of the occupation of a large part of the island, by those who once divided and ruled it.

 

Sugar still sweetens the pill in the next video in the series. Following the orange preserve, the artist serves us Olives in syrup. Under the sounds of Abba song “Disillusion”, Lapithi proposes a recipe that contains a secret ingredient, which she does not disclose. This particular sweet has somewhat of a magical quality, as it softens people making them accept things much easier. Sugar is profusely added to the pot, creating thick syrup that covers the olives giving a literal meaning to the phrase “sugar coated”. Amongst the phrases describing the making of the sweet, Lapithi mixes in maxims, tips and comments that turn the narration into a fairytale. The loose and free conceptual web that connects the shots of making the sweet, feels like a recording of the spontaneous allusions, associations and connotations of a woman at the hour of cooking, which in turn creates a familiar and cozy atmosphere.

 

It’s chocolate for dessert. Lapithi proposes white chocolate sculpted in the shape of Pentadaktylos’ 19 peaks, made in collaboration with confectioner Pericles Roussounides. This is an interactive piece, since the viewer is called upon to cut off a piece of the artwork, an act which goes against all rules of proper conduct during museum or gallery visits; and he/she has to eat it. The artist creates the original work but then the viewers leave their own personal mark depending on the way in which they cut pieces off the mountaintop, thus actively participating in the constant reshaping of the sculpture. Within the framework of an exhibition structured around the subject of taste, encouraging the viewer to eat a piece of the artwork seems quite natural. At the same time, on a symbolic level, “eating” means making something your own, appropriating it in a primordial way. Viewers are invited to taste Pentadaktylos, literally endorsing its effigy, while at the same time they are free to journey through their personal memories on its 19 legendary mountain peaks.

 

As the viewer is enjoying a piece of the chocolaty mountain, he can rest his glance on another more realistic depiction of Pentadaktylos. This is a 20meter long photographic panorama (a photomontage) of the 19 peaks spread on the wall. Thus, diners around the dinner table have

a “view” of Pentadaktylos. This is then the third element in this visual composition depicting Pentadaktylos. With the painted plates, the chocolate mock-up and the photographic panorama, Lapithi gives us three different versions of the same subject making use of different visual means. Painting, traditionally a visual means par excellence, photography and photomontage in particularly, a contemporary technological tool of expression, plus the chocolate mock-up, an innovative and imaginative creative material: these are the expressive means of a visual unity which functions as a paradigm of the polymorphic nature of contemporary art, an art which marries traditional means of visual expression with more modern means, thus creating new forms.

 

 

No authentic Greek feast is complete without dancing. In the last video we watch a man and a woman from different angles, dancing to the rhythm of rembetiko. Rembetiko music originated in Smyrna in the 19th century and followed the course of Hellenism, the uprooting and migration, carrying along with it the agony and pain of life while also symbolizing manliness and vigor. In Lapithi work, we watch the dancers breaking plates. The breaking of plates, a custom originating in antiquity for exorcising evil, has been closely linked to traditional Greek feasts.  But in this specific work, the plates are very unique. They are the same plates that were set on the table in the first piece of this exhibition.  The phrase “I don’t forget”, symbol of historical memory, becomes a way of life, an integral part of contemporary Cypriot culture, thus incorporated naturally in all manifestations of life as an entire community learns to live with this load. In her videos Lapithi discreetly invests scenes of everyday life with elements that lead the viewer to discover different levels of reading of historical-political nature. In this piece, the otherwise familiar and typical scene of breaking plates becomes a springboard for questioning the management of historical memory and its integration in contemporary reality.

 

 

Lapithi provides a reading of contemporary Cypriot history, an ultimately unified narrative, which begins with taste and all the parameters of food in individual and collective history and tradition of a place, putting forth core issues through a mature use of visual means that activate

in the viewer the sense of sight, hearing, taste and smell, thus retrieving memories, images and experiences.  In a sense, the entire exhibition is condensed in the phrase “I don’t forget”. Because “I don’t forget” means I still remember, and my wounds remain open. But most of all, it means I want to return, I remain hopeful of the sweet homecoming, of returning to the birthplace. With rembetika in the background, the songs of immigrants and expatriates, all taste buds are yelling nothing is sweeter than home, carrying the weight of individual, and by extension, collective memory.

 

 

CHRISTINA VATSELLA

Curator | Art historian

 

Translation by Yanthi Sparsi