Click here for English version. 

 

 

"Ας μιλήσουμε για ειρήνη... σ' ένα δείπνο".

 

 

Το "Ας μιλήσουμε για ειρήνη... σ' ένα δείπνο" είναι ένα  πολυσχιδές εικαστικό project που εντάσσεται μέσα στην ευρύτερη εικαστική ενότητα Δεκαενιά βουνοκορφές που αναλύει τη σχέση της γεύσης με τη μνήμη. Πολλά στοχεία της ενότητας Συμπόσιο επανέρχονται και μετατρέπονται σε βασικά μοτίβα της Λαπίθη προσδίδοντας συνοχή και συνέχεια στο εργό. Σημείο εκκίνησης του project είναι ένα επίσημο δείπνο που έχει τη μορφή performance. Η Λαπίθη ενορχηστρώνει μεθοδικά το δρώμενο, δημιουργώντας ένα σκηνικό το οποίο επενδύει μεθοδικά μ’ένα πλέγμα από διαρκείς αναφορές στο θέμα της ειρήνης.

 

Η καλλιτέχνις υποδέχεται τους καλεσμένους της σ΄ένα επίσημο και εξαιρετικά καλαίσθητο τραπέζι που στήνεται στην αποθήκη ενός εργοστασίου επίπλων. Οι 19 συνδαιτημόνες, τόσοι όσες και οι βουνοκορφές του Πενταδάχτυλου, κατάγονται από διαφορετικές χώρες: Κύπρο, Γαλλία, Ελλάδα, Αυστραλία, Αυστρία. Κοινό σημείο επαφής όλων είναι η Κύπρος με την οποία συνδέονται προσωπικά ή επαγγελματικά, ως μόνιμοι κάτοικοι ή ως τακτικοί επισκέπτες. Το δείπνο γίνεται ένα σημείο συνάντησης ανθρώπων, πολιτισμών, προσωπικών βιωμάτων και κατά συνέπεια διαφορετικών προσεγγίσεων στο θέμα της ειρήνης.

Η ολοκληρωτική αντίθεση ανάμεσα στον τραχύ βιομηχανικό χώρο και το καλαίσθητο τραπέζι στολισμένο με τις συνθέσεις λουλουδιών, τα κηροπήγια και τα απαστράπτοντα σερβίτσια, εισάγει τους καλεσμένους σε μια κινηματογραφική ατμόσφαιρα. Μπροστά στις κάμερες που έχουν στηθεί για την καταγραφή της performance οι καλεσμένοι, ακολουθώντας τις σκηνοθετικές οδηγίες, καλούνται να μιλάνε εναλλάξ με τον εκ δεξιών και τον εξ αριστερών καθήμενο για 7 λεπτά ακριβώς,  όσο χρόνο δηλαδή διαρκεί και η  παραμονή του κάθε πιάτου στο τραπέζι. Στην πράξη βέβαια αυτό καταστρατηγείται καθώς η συζήτηση εξελίσσεται πιο αυθόρμητα. Το υποχρεωτικά επίσημο ένδυμα συντελεί ακόμα περισσότερο στη δημιουργία της αίσθησης συμμετοχής σ’ένα θεατρικό δρώμενο όπου ο καθένας ενσαρκώνει ένα ρόλο αυτοσχεδιάζοντας ελεύθερα μέσα στα χαλαρά πλαίσια που θέτει η καλλιτέχνις.

 

Η κάθε λεπτομέρεια του σκηνικού που στήνει η Λαπίθη αποδίδει εικαστικά τη θεματική του δείπνου. Το τραπέζι είναι στολισμένο με συνθέσεις βασισμένες σε κλαδιά ελιάς ενώ τα πιάτα του χειροποίητου σερβίτσιου είναι διακοσμημένα με τις βουνοκορφές του Πενταδάχτυλου και με τη φράση δεν ξεχνώ να επαναλαμβάνεται συνεχώς σαν κύριο μοτίβο και σημείο αναφοράς.

 

Το μενού, πλήρες συμβολισμών, προσφέρει κυριολεκτικά και μεταφορικά τροφή για σκέψη καθώς διηγείται μια ιστορία. Το δείπνο ξεκινά μ΄ένα αυγό, μ’ενα πτηνό σε εμβρυακή κατάσταση, μια αλληγορία για την ειρήνη εν τη γεννέσει ή ένα νεαρό κράτος που δεν έχει ακόμα βγει από το αυγό του. Tο κυρίως πιάτο περιλαμβάνει ένα περιστέρι, παγκόσμιο σύμβολο της ειρήνης, γεμισμένο με λωτό, τον καρπό της λήθης. Μήπως πρέπει να ξεχάσουμε για να επικρατήσει ειρήνη; Το ελιόψωμο καθώς και η λευκή σοκολάτα του Πενταδάκτυλου ανήκουν στο προσωπικό λεξιλόγιο της Λαπίθη συνδέοντας το δείπνο με τα υπόλοιπα έργα της ενότητας.  Το επιδόρπιο είναι γλυκό ελιάς που προσφέρεται πάνω σε μία στρώση σορμπέ λεμονιού, αφήνοντας μια γλυκόπικρη αίσθηση στο τέλος του δείπνου, ένα ανάμεικτο συναίσθημα ευφορίας και πίκρας, αποδίδοντας γευστικά την αίσθηση της ζωής που προχωρά ενώ στο φόντο υπάρχει ένα τραύμα, ένα άλυτο ζήτημα που δεν ξεχνιέται.

Για να ξεκινήσει η χώνευση, η καλλιτέχνις προτείνει δύο ροφήματα συμπυκνώνοντας σε δύο φλυτζάνια την πολυτάραχη ιστορία του τόπου και τους βασικούς πρωταγωνιστές. Πρώτη επιλογή, ο κυπριακός ή ελληνικός ή τούρκικος ή βυζαντινός καφές, σε μια ατέρμονη αναζήτηση της εθνικής του ταυτότητας ή απλώς σε μια διαρκή άρνηση της ίδιας του της ιστορίας. Εναλλακτικά, οι καλεσμένοι μπορούν να επιλέξουν τσάι με φύλλα ελιάς, ένα πρωτότυπο ρόφημα, ευφάνταστο αποτέλεσμα αποκιακής ζύμωσης.

Στο τέλος, τα φλιτζάνια αναποδογυρίζουν. Και όλα τα ερωτήματα για την ειρήνη, τη ζωή, τον έρωτα ή το θάνατο τίθενται σε μια άλλη, πιο φαντασιακή βάση.

 

Από το αρχαίο συμπόσιο έως τις παραδοσιακές γιορτές, η πράξη της συνάθροισης ανθρώπων προκειμένου να μοιραστούν την βιολογική ανάγκη της τροφής δημιουργώντας μια κοινή εμπειρία είναι βαθιά χαραγμένη στη συνείδηση του ανθρώπου. Οι συναθροίσεις αυτές, ακολουθώντας συχνά μια συγκεκριμένη τελετουργία, λαμβάνουν χώρα σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές στη ζωή μιας κοινωνίας και αποτελούν ορόσημα στη ζωή ενός ανθρώπου σηματοδοτώντας εποχές, οριοθετώντας σχέσεις και δημιουργώντας μια κοινή συλλογική ταυτότητα. Παραφράζοντας ελέυθερα την Κική Δημουλά, τα τραπέζια γινονται κόμπος σφιχτός να μη λυθούν οι κοινωνίες, οι οικογένειες, οι σχέσεις.

 

H ζωγραφική αναπαράσταση ενός γεύματος, είτε πρόκειται για ένα αρχαίο συμπόσιο είτε για το Μυστικό Δείπνο, αποτελεί μια βασική θεματική ενότητα της ζωγραφικής ανά τους αιώνες. Στα χέρια των σύγχρονων καλλιτεχνών, το γεύμα γίνεται εικαστικό δρώμενο, παίρνοντας πολλές διαφορετικές μορφές. Τη δεκαετία του 1960 ο Daniel Spoerri  ξεκινά να οργανώνει δείπνα. Αφού οι συνδαιτημόνες αποχωρήσουν, τα απομεινάρια μετατρέπονται σε εικαστικές συνθέσεις: τα snare-pictures ή tableaux pièges. Τα σερβίτσια με τα υπολείμματα της τροφής σταθεροποιούνται πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού και η οριζόντια διάταξη γίνεται κάθετη (δηλαδή το τραπέζι μετατρέπεται σε πίνακα) και κρεμιέται στον τοίχο. Ο καλλιτέχνης παγώνει το χρόνο μετατρέποντας τα ίχνη του γεγονότος σε εικαστική σύνθεση. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο Rikrit Tiravanija, αντί εκθέματος, στήνει μια κουζίνα μέσα στο χώρο της γκαλερί και μαγειρεύει για τους επισκέπτες της εκθεσης μπροστά στα μάτια τους. Εν αντιθέσει με τις εικαστικές συνθέσεις του Spoerri που αποτελούν ένα υλικό αποτύπωμα του αρχικού γεγονότος που διατηρείται εις το διηνεκές, στο έργο του Tiravanija η performance είναι αυτοσκοπός. Ο καλλιτέχνης δημιουργεί ένα άυλο έργο που συνίσταται στην ενορχήστρωση μιας εμπειρίας χωρίς να αφήνει κανένα ίχνος μετά το πέρας αυτης.

Για τη Λαπίθη το δρώμενο έχει μια σχετική αυτοτέλεια, με την έννοια ότι αποτελεί μια performance με μία σαφή δομή και ιδιαίτερη προεργασία, αλλα ταυτόχρονα αποτελεί ένα κρίκο στην αλυσίδα ενός ευρύτερου project. Η performance που λαμβάνει χώρα στη Κύπρο γίνεται αντικείμενο ανάλυσης, αναπαράστασης και ανασύνθεσης από την καλλιτέχνιδα αποκτώντας νέες μορφές.

 

 

 

Δουλεύοντας πάνω στα ίχνη της performance

 

 

Η performance που έλαβε χώρα στην Κύπρο αποτελεί την πρώτη ύλη για τη δημιουργία οπτικοακουστικών εγκαταστάσεων. Η καταγραφή του γεγονότος παίρνει δύο βασικές μορφές στο χώρο : ακουστική εγκατάσταση και βιντεοπροβολή.

 

Για την ακουστική εγκατάσταση, τo στολισμένο τραπέζι μεταφέρεται αυτούσιο και ξαναστήνεται στο Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα. Μέσα από ένα σύστημα πολλαπλών ηχείων οι ομιλίες των συνδαιτημόνων γεμίζουν το χώρο τονίζοντας τη φυσική τους απουσία. Η Λαπίθη ανασυστήνει το σκηνικό του πρωτογενούς γεγονότος δημιουργώντας ένα έργο μετέωρο ανάμεσα στο εδώ και το εκεί, το τώρα και το τότε, την παρουσία και την απουσία.

 

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, το άδειο στρωμένο τραπέζι, το οποίο στοιχειώνουν οι φωνές των συνδαιτημόνων του, δεν μπορεί παρά να μας παραπέμπει στα σπίτια που εγκαταλείφθηκαν βίαια μετά την εισβολή και κατοικήθηκαν από άλλους. Οι θεατές καλούνται να καθίσουν στις θέσεις των συνδαιτημόνων που έμειναν άδειες. Προσφέροντάς τους την απομαγνητοφωνημένη συζήτηση υπο μορφή σεναρίου, η καλλιτέχνις δημιουργεί μια ανατρεπτική θεατρική συνθήκη εμπλέκοντας ενεργά το θεατή και καλώντας τον να ενσαρκώσει τον αόρατο καλεσμένο του δείπνου.

 

Στην αντίπερα όχθη -της αίθουσας αλλά ταυτόχρονα και της μνήμης- η καλλιτέχνις παραθέτει μια αναπαράσταση του δρώμενου υπό τη μορφή βιντεοπροβολής. Οι τρεις προβολές που συνθέτουν το βασικό τρίπτυχο εφάπτονται αποτελώντας μια ενιαία εικόνα, προιόν της μετωπικής λήψης του δείπνου από τρεις σταθερές κάμερες. Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη καταγραφή η οποία αναπαριστά το γεγονός και το μεταφέρει εικονικά σ’έναν άλλο χώρο.

 

Το τρίπτυχο ως φόρμα έχει άμεση συνάφεια με τη θρησκευτική εικονογραφία και επομένως δημιουργεί ένα πρώτο πλαίσιο αναφοράς. Ταυτόχρονα, όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα μάς παραπέμπουν αυτόματα στο Μυστικό Δείπνο: η μετωπική λήψη, η διάταξη των συνδαιτημόνων, η παντελής έλλειψη ένδειξης για το πού και το πότε λαμβάνει χώρα αυτό το δείπνο καθώς ακόμα και τα παράθυρα, φραγμένα με σιδερένια κάγκελα, μοιάζουν τυφλά, σαν να μην βλέπουν πουθενά. Απέναντι από το τρίπτυχο η Λαπίθη προβάλλει ένα άλλο βίντεο προερχόμενο από την κάμερα που βρισκόταν πάνω από τους συνδαιτημόνες και κινηματογραφούσε αποκλειστικά το τραπέζι. Δεκαεννιά ζευγάρια χεριών, αποκομμένα από το υπόλοιπο σώμα, αλληλεπιδρούν με τα πιάτα και τα ποτήρια που εναλλάσσονται συνεχώς καλώντας τους θεατές να συγκεντρωθούν στην ίδια την πράξη. Πρόκειται για μια διαφορετική εικόνα προερχόμενη από μια  συμπληρωματική οπτική γωνία. Ο θεατής καλείται να συνθέσει νοερά τις διαφορετικές εικόνες έτσι ώστε να έχει το πλήρες οπτικό κείμενο.

 

Η αναπαράσταση του δρώμενου από τη Λαπίθη αναπαράγει τους μηχανισμούς της μνήμης. Κάθε ανάμνηση έχει αποσπασματικό χαρακτήρα καθώς άλλοτε η εικόνα ξεθωριάζει αφήνοντας μόνο τον ήχο, άλλοτε επανέρχεται ακέραιη, άλλοτε είναι προιόν συνειρμών που ξεκινά από συγκεκριμένα αντικείμενα. Ακόμα κι αν κάποιος προσπαθεί συνειδητά να μην ξεχνά, η ανάμνηση αλλοιώνεται, χάνει σταδιακά την αρχική της ένταση αλλά παραμένει πάντα ζωντανή με τη μία ή την άλλη μορφή.

 

 

Do you understand the meaning of the word « νόστος »? (Woman 1, Audio ;;)

Το σενάριο.

 

Η καλλιτέχνις αντιστρέφει τη θεατρική συνθήκη καθώς το σενάριο υφαίνεται απο τους 19 ηθοποιούς-συμμετέχοντες. Στα πλαίσια του έργου, το κείμενο είναι ένα στοιχείο που έχει ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς αποτελεί την αυθόρμητη αντίδραση των συμμετεχόντων στο ιδεολογικό, εικαστικό και γαστρονομικό πλαίσιο που θέτει η Λαπίθη. Το έναυσμα δίνεται από τον τίτλο « ας μιλήσουμε για την ειρήνη» και η συζήτηση ακολουθεί τις ατραπούς των συνειρμών. Το φαγητό και το κρασί που ευφραίνει καρδίαν και λύνει τη γλώσσα λειτουργούν ως καταλύτες.

 

Τα ελληνικά και τα αγγλικά εναλλάσσονται συνεχώς αντικατοπτρίζοντας τη γλωσσική πραγματικότητα της Κύπρου, η οποία με τη σειρά της αντανακλά τη νεότερη ιστορία της. Η τρίτη γλώσσα του δείπνου είναι τα γαλλικά που εμπλουτίζουν την performance μετατρέποντάς την σ΄ένα πολυπολιτισμικό σημείο συνάντησης ανθρώπων που προέρχονται από διαφορετικές κουλτούρες.

 

Πολύ συχνά το νήμα χάνεται για να ξαναβρεθεί αργότερα και να ξαναχαθεί και πάλι καθώς το κουβάρι της συζήτησης ξετυλίγεται ελεύθερα και αυθόρμητα. Μέσα σε αυτό το συνεχές, κάθε στοιχείο μας οδηγεί σε μια προσωπική ιστορία, μια προσωπική διαδρομή που συνδέεται και πολλές φορές αντανακλά άμεσα ή έμμεσα την ιστορία της Κύπρου. Μέσα από αυτό το κείμενο ο θεατής συνειδητοποιεί πόσο πρόσφατη, ζωντανή και πανταχού παρούσα είναι η ιστορία της εισβολής, του πολέμου, της κατοχής. Καθώς όλοι οι κυπριακής καταγωγής συνδαιτημόνες έχουν ζήσει τα ιστορικά γεγονότα, το σενάριο γίνεται με πολύ φυσικό και αβίαστο τρόπο μια συλλογή από πολύτιμες ιστορικές μαρτυρίες. Ένας συνδαιτημόνας αναφέρεται στην αίτηση διεκδίκησης της κινητής του περιουσίας την οποία προφανώς καταθέτει εκείνες τις μέρες ενώ μια άλλη συμμετέχουσα αποκαλύπτει ότι κατά τη διάρκεια της εισβολής εκείνη και η οικογένεια της είχαν βρει καταφύγιο στον χώρο όπου πραγματοποιείται εκείνη τη στιγμή το δείπνο. Εκτός από τις προσωπικές μαρτυρίες δεν λείπουν και οι προσωπικές τοποθετήσεις απέναντι στα γεγονότα και την ιστορία. Προσεγγίζοντας τα γεγονότα βιωματικά, η πικρία εναλλάσσεται με την αποστασιοποίηση και η νοσταλγία με την αυτοκριτική διάθεση. Παράλληλα, οι συμμετέχοντες που προέρχονται από άλλες χώρες, ως εξωτερικοί παρατηρητές βλέπουν τα γεγονότα από μια διαφορετική, πιο ουδέτερη οπτική γωνία και προσπαθούν να καταλάβουν κάνοντας συγκρίσεις, εμπλουτίζοντας το διάλογο και προσθέτοντας νέα επίπεδα ανάλυσης. Ως ακατέργαστο και βαθιά υποκειμενικό, το πλούσιο αυτό υλικό τεκμηρίωσης φωτίζει την ανθρώπινη πλευρά των γεγονότων αποδεικνύοντας  πως η συλλογική Ιστορία δεν είναι παρά η σύνθεση των ατομικών ιστοριών των ανθρώπων.

 

Παραδόξως, το μεγαλύτερο τμήμα του κειμένου περιλαμβάνει συζητήσεις εντελώς άσχετες με το θέμα: από την ιστιοπλοία στα ελληνικά νησιά και την κατάσταση στα πανεπιστήμια μέχρι το ρόλο της οικογένειας και της εκκλησίας στη σύγχρονη κυπριακή κοινωνία και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του κειμένου είναι το αβίαστο πέρασμα από τη φιλοσοφία του Ηράκλειτου στα σόκιν ανέκδοτα και από το σχεδιασμό των καλοκαιρινών διακοπών στην αναμόχλευση παλαιών ιστοριών. Σαν την ίδια τη ζωή εν τέλει, τα ωροσκόπια και τα ανέκδοτα ανακατεύονται γλυκά με  πολιτικές συζήτήσεις και κοινωνικές αναλύσεις, αυτοκριτική και νοσταλγία. Γιατί όσο κι αν η ιστορία είναι πρόσφατη και ως εκ τούτου παρούσα, η ζωή προχωράει, τα τραύματα επουλώνονται και οι άνθρωποι βλέπουν μπροστά. Ακόμα κι αν κάποιος δεν ξεχνά, καταφέρνει να συμφιλιωθεί με την κατάσταση και να ζήσει εν ειρήνη.  Και το δείπνο, τελικά, σηματοδοτεί αυτή την εσωτερική εκεχειρία. 

 

 

Χριστίνα Βατσέλλα

Ιστορικός Τέχνης-Επιμελήτρια

  

 

 

 

 

 

 

 

‘Let’s talk about peace... over dinner’

 

"Let’s talk about peace... over dinner" is a diverse visual project set in the broader visual context of Nineteen mountain peaks that examines the relation between taste and memory. Many elements of the Symposium unity return and transform themselves into Lapithi’s basic motifs, endowing the work with cohesion and continuity. The starting point of the project is a formal dinner in the form of a performance. Lapithi constructs the event methodically, creating a setting to which she  applies methodically a web of constant references to the theme of peace.

 

The artist receives her guests to a formal and exceptionally elegant banquet set in the warehouse of a furniture factory. The 19 dinner guests, as many as the peaks of Pendadaktylos Range, come from various countries: Cyprus, France, Greece, Australia, Austria. What they all have in common is Cyprus, to which they are connected either personally or professionally and as permanent residents or regular visitors. The dinner becomes a meeting point for people, civilizations, personal experiences and therefore different approaches to the question of peace.

The full contrast between the crude industrial venue and the elegant banquet adorned with flower arrangements, candelabra and shining silver, ushers the guests into a movie atmosphere. Before the cameras that have been set up for the recording of the performance, the guests are asked under stage instructions to talk alternately with the person sitting on their left and right for 7 minutes precisely, that is as long as it takes to finish a dinner course and have the plate taken away. In practice, of course, this rule is broken since the discussion develops more spontaneously. The obligatory formal attire contributes even more to creating a feeling of participation in a theatrical event, where every one plays a part by improvising freely within the loose context prescribed by the artist.

 

Each detail of the setting created by Lapithi renders visually the theme of the dinner. The table is adorned with arrangements based on olive branches, while the handmade china are decorated with the mountain peaks of Pendadaktylos and with the phrase I do not forget  being continuously repeated as the main motif and point of reference.

 

The dinner menu, full of symbolism, provides both literally and metaphorically food for thought, since it relates a story. The dinner begins with an egg, a bird in an embryonic state forming an allegory for peace in the making or a young state not yet broken out of its shell. The main course is made of a pigeon, the world symbol for peace, stuffed with a lotus flower, the fruit of oblivion. Do we have to forget in order for peace to prevail? The eliopsomo, bread made with olive oil, and the white chocolate of Pendadaktylos, belong to the personal lexicon of Lapithi, connecting the dinner with the remaining works of the unity. The dessert is  a sweet of olives served on a layer of lemon sorbet, leaving a bitter-sweet flavour at the end of the dinner, a mixed feeling of euphoria and bitterness, rendering palatably the sense of life that goes on, while there is a wound in the background, an unresolved issue that cannot be forgotten.

In order to prompt digestion, the artist proposes two beverages, squeezing into two cups the turbulent history of the country and the main players. The Cypriot or Greek or Turkish or Byzantine coffee makes first choice, in an interminable quest of its national identity or simply a constant denial of its very history. Alternatively, the guests may choose tea made of olive leaves, an original beverage and innovative result of colonial fermentation.

At the end, the cups are overturned. And all the questions about peace, life, love or death are posed on another imaginary premise.

 

From the ancient symposia to the traditional feasts, the act of people getting together in order to share the biological need for nourishment, thus creating a common experience, is deeply rooted in human conscience. These gatherings, often following a specific ritual, take place at particular times in the life of a society and constitute milestones in a man’s life, marking the seasons, delimiting relationships and creating a common collective identity.  Paraphrasing liberally Kiki Demoula, the banquets become a tight knot to prevent the loosening of societies, families, relationships.

 

The artistic reproduction of a banquet, whether it is an ancient symposium or the Last Supper, constitutes a basic thematic unity for painters throughout the centuries. In the hands of contemporary artists, the banquet becomes a visual event, taking many different forms. In the 1960s, Daniel Spoerri began to give dinners. After the departure of the guests, the left-overs transform into visual compositions: the snare-pictures or tableaux pieges. The plates and cutlery together with the food remnants are fixed to the surface of the table, which is then overturned from horizontal to vertical (in other words the table is turned into a canvas) and is hung on the wall. The artist freezes time, transforming the traces of the event into a visual composition. In the beginning of the 1990s, Rikrit Tiravanija, instead of offering an exhibit, set up a kitchen in the space of the gallery and cooked for the visitors of the exhibition before their eyes. In contrast to Spoerri’s visual compositions that constitute a material imprint of the original event in perpetuity, performance in the work of Tiravanija is an end unto itself. The artist creates an incorporeal work composed of the orchestration of an experience without leaving any trace after it is over.

For Lapithi, the event has a relative self-sufficiency in the sense that it constitutes a performance with a clear structure and particular ground work while at the same time being a connecting link in the chain of a wider project. The performance, which takes place in Cyprus, becomes an object of analysis, representation and reconstruction by the artist, taking on new forms.

 

Working on the trail of the performance

 

The performance that took place in Cyprus provides the raw material for the creation of audiovisual installations. The recording of the event takes on two basic forms within space: audio installation and video shows.

 

For the audio installation, the decorated table is transposed in its entirety and laid again at the House of Cyprus in Athens. Through a system of multiple loudspeakers, the conversations of the guests fill the space, thus emphasizing their physical absence. Lapithi reconstitutes the setting of the original event, creating a work suspended between here and there, now and then, presence and absence.

 

On a second level, the laid table without people, haunted by the voices of its absent guests, cannot but refer us to their houses, which were violently abandoned following the invasion, to be inhabited by others. The audience are invited to take the empty seats of the guests. By offering them the transcript of the conversation from a recording in the form of a script, the artist creates a subversive theatrical convention, involving actively the spectator and inviting him to impersonate the invisible dinner guest.

 

On the opposite side – of the room but of memory at the same time – the artist gives a representation in the form of a video show. The three screenings that make up the basic triptych are combined constituting a single image, the product of frontal shots of the dinner from three fixed cameras. It is a comprehensive recording that represents the event and transposes it visually to another space.

 

The triptych as a form bears direct relation to religious iconography and therefore creates an initial frame of reference. At the same time, all the elements that compose the picture automatically refer us to the Last Supper: the frontal camera shots, the arrangement of the guests, the total lack of any indication as to where and when this dinner is taking place, even the windows fenced with iron bars seem blind as if giving nowhere. Opposite the triptych, Lapithi projects another video from the camera that was located above the guests and exclusively filmed the table. Nineteen pairs of hands, cut off from the rest of the body, interact with the plates and the glasses that alternate continuously, inviting the spectators to concentrate on the act itself. It is a different picture coming from a supplementary visual angle. The spectator is invited to mentally compose the diverse images so as to have the full visual text.

 

The representation of the event by Lapithi reproduces the mechanisms of memory. Every remembrance has a fragmented character since the picture sometimes fades, leaving only the sound and sometimes returns as a whole; at other times it is the product of concatenations that are prompted by specific objects. Even if someone tries consciously not to forget, the memory is mutated, gradually losing its initial tension but always remaining alive in one form or another.

 

Do you understand the meaning of the word “nostos”? (Woman 1, Audio1)

The script

 

The artist reverses the theatrical convention as the script is being weaved by the 19 actors-participants. In the context of the work, the text is a feature with a particular significance as it constitutes the impulsive reaction of the participants to the ideological, visual and culinary framework set by Lapithi. The prompting is given by the title “let’s talk about peace” and the discussion follows in the path of concatenations.  The food and the wine that gladdens the heart and loses the tongue act as catalysts.

 

Greek and English alternate constantly, reflecting the linguistic reality of Cyprus and in turn reflect its recent history. The third language at the dinner is French, which enriches the performance, transforming it into a very multicultural meeting point of people who come from different cultures.

 

Very often the thread is lost, only to be found a little later and disappear again, as the yarn of the conversation unravels freely and spontaneously. In this continuity, each feature leads us to a personal story, a personal itinerary that is connected to and many times mirrors directly or indirectly the history of Cyprus. Through this text, the spectator becomes aware of how fresh, alive and ubiquitous the story of the invasion, of war and occupation is.  Since all the dinner guests of Cypriot origin have lived through the historic events, the script becomes in a very natural and easygoing way a collection of valuable historical testimonies. A guest refers to his property claim which he is apparently about to launch while another woman participant reveals that during the invasion she and her family had sought refuge in the place where the dinner is being held. Besides the personal witnesses there are also guests who take a personal stand on the events and history. Approaching the events through personal experience, bitterness gives way to distancing oneself from what happened and nostalgia alternates with a mood of self-criticism. At the same time, the participants from other countries, as outside observers, view the events through a different, more neutral angle and try to understand by making comparisons, enriching the dialogue and adding new levels of analysis. Rough and deeply subjective as it is, this rich documentary material sheds light on the human aspect of events, demonstrating that collective history is but a synthesis of people’s individual stories  

 

Oddly enough, the greater part of the text includes discussions altogether irrelevant to the issue: from sailing to the Greek islands and the situation in universities to the role of family and the Church in contemporary Cypriot society and the education of children. The basic characteristic of this text is the easy passage from the philosophy of Heracletus to dirty jokes and from the planning of summer holidays to the rekindling of old stories. Like life itself in the end, horoscopes and anecdotes are sweetly mixed with political discussions and social analyses, self-scrutiny and nostalgia. For however recent and therefore present history may be, life goes on, wounds are healed and people look forward. Even if one does not forget, he ends up reconciling himself with the situation and lives in peace. And the dinner, ultimately, marks this inner truce.

 

Christina Vatsella

Art Historian-Curator

 

Translation by: Filippos Stylianou